- ἐπανάκλησις
- ἐπανάκλησιςrecallfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπανακλήσει — ἐπανάκλησις recall fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπανακλήσεϊ , ἐπανάκλησις recall fem dat sg (epic) ἐπανάκλησις recall fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανάκλησιν — ἐπανάκλησις recall fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανάκληση — η (AM ἐπανάκλησις) [επανακαλώ] επαναφορά στην προηγούμενη θέση, αποκατάσταση μσν. επαναφορά στις αισθήσεις αρχ. 1. πρόκληση, αντίδραση («ποιῶ ἐπανάκλησιν» προκαλώ επαναφορά, αντίδραση «ψυχροῡ πολλοῡ κατάχυσις θέρμης ἐπανάκλησιν ποιέει», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek
ἐπανακλήσεως — ἐπανακλήσεω̆ς , ἐπανάκλησις recall fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)